γεροντοκομείο

γεροντοκομείο
το
το γηροκομείο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεροντοκομείο — το (Μ γεροντοκομεῑον) [γεροντοκόμος] το γηροκομείο* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”